πολύποδι

πολύποδι
πολύπους 1
many-footed
masc/fem/neut dat sg
πολύπους 2
poulp
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πολυπόδι — (polypodium). Πτεριδόφυτο της οικογένειας των πολυποδιιδών, αυτοφυές πάνω σε κορμούς δασικών δέντρων, σε βράχους, ερείπια κλπ. Έχει φύλλα φτερόλοβα και, στην κάτω επιφάνεια των φύλλων, σωρούς στρογγυλούς, κοκκινωπούς. Είναι μια πολυετής πόα με… …   Dictionary of Greek

  • πολυποδίνη — πολυποδί̱νη , πολυποδίνη fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυποδίτης — πολυποδί̱της , πολυποδίτης flavoured with polypody masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεντροφτέρι — το το διακοσμητικό φυτό πολυπόδιο το κοινό, το πολυπόδι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”